γάρμπο(ς)

γάρμπο(ς)
τό
1) изящество, элегантность;

γάρμπο(ς) στο περπάτημα (ντύσιμο) — элегантность походки (одежды);

2) деликатность;

τό 'πε (τό 'κάμε) χωρίς γάρμπο(ς) — он сказал это (поступил) бестактно;

3) флирт, кокетство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γάρμπο(ς)" в других словарях:

  • γάρμπο — γάρμπο, το και γάρμπος, ο (λ. ιταλ.), κομψότητα, χάρη: Βαδίζει με γάρμπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γάρμπο — και γάρμπος, το η κομψότητα, η χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. garbo «κομψότητα»] …   Dictionary of Greek

  • γαρμπάτος — η, ο και γαρμπερός, ή ό ο κομψός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαρμπάτος < γάρμπο ή < ιταλ. garbato «κομψός» και ο τ. γαρμπερός < γάρμπο] …   Dictionary of Greek

  • άγαρμπος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει συμμετρικές αναλογίες, άκομψος, ασουλούπωτος 2. αγροίκος, άξεστος, άχαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + γάρμπο(ς), το < ιταλ. garbo (= χάρη, ευγένεια)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»